- χειραφετώ
- χειραφετώ και χειραφετάω χειραφέτησα, χειραφετήθηκα, χειραφετημένος1. απαλλάσσω ανήλικο από την πατρική εξουσία.2. απαλλάσσω γυναίκα από την αντρική εξουσία: Οι γυναίκες σήμερα είναι χειραφετημένες.3. απαλλάσσω κάποιον από την επιρροή άλλου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.